-
1 χρηματιστηριον
τό1) верховный государственный орган, судилище(εἷς λόγος καὴ κοινὸν χ. Diod.)
2) торговая палата, место заключения коммерческих сделок(χ. καὴ τράπεζα Plut.)
1 χρηματιστηριον
(εἷς λόγος καὴ κοινὸν χ. Diod.)
(χ. καὴ τράπεζα Plut.)